Ίσιδα

Ίσιδα
η
θεότητα των αρχαίων Αιγυπτίων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ίσιδα — Αιγυπτιακή θεότητα, προστάτιδα της Αλεξάνδρειας και ιδιαίτερα των ναυτικών, οι οποίοι διέδωσαν τη λατρεία της σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου. Ο Ηρόδοτος την ταύτιζε με τη θεά Δήμητρα. Τιμήθηκε πολύ στην αρχαία Ρώμη. Από το 59 π.Χ., όμως, η… …   Dictionary of Greek

  • Ἴσιδα — Ἴσις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Νέφθυς — Αιγυπτιακή θεότητα κατά την αρχαιότητα. Ήταν κόρη του Σεβ (Γη) και της Νουτ (Ουρανού), σύζυγος του Σετ, από τον οποίο γέννησε τον Άνουβη, και αδελφή του Όσιρη και της Ίσιδας. Στον περίφημο μύθο του Όσιρη, ο οποίος κατατεμαχίστηκε από τον Σετ, η Ν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ίσις — I Αιγυπτιακή θεότητα Βλ. λ. Ίσιδα. II Τίτλος ελληνικών περιοδικών που εκδίδονταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. 1. Εβδομαδιαίο περιοδικό που εκδιδόταν το 1898 στην Αλεξάνδρεια από τον Α. Ιερωνυμίδη. 2. Περιοδικό που κυκλοφόρησε από τον H.… …   Dictionary of Greek

  • Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία …   Dictionary of Greek

  • Ισιακός — ή, ό (Α) (Ἰσιακός, ή, όν) [Ίσις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἰσιακός ιερέας τής Ίσιδος …   Dictionary of Greek

  • Τάνις — Αρχαία πόλη της Κάτω Αιγύπτου και μια από τις σημαντικότερες του Δέλτα του Νείλου. Ήταν χτισμένη σε ένα αμμώδες νησί, στη νοτιοανατολική πλευρά της ομώνυμης λίμνης. Πιθανότατα δεν την κυρίευσαν ποτέ οι Υκσώς, και την εποχή της 18ης δυναστείας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”